- ἐπιτάσσει
- ἐπιτάσσωput uponpres ind mp 2nd sgἐπιτάσσωput uponpres ind act 3rd sgἐπιτάσσωput uponpres ind mp 2nd sgἐπιτάσσωput uponpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτακτικός — ή, ό (Α ἐπιτακτικός, ή, όν) [επιτάκτης] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με εντολή 2. (συνταγμ. δίκ.) «επιτακτική εντολή» η εντολή από τους εκλογείς τής περιφερείας του σ’ έναν βουλευτή για να τούς αντιπροσωπεύει 3. αυτός που η εκτέλεση ή επίλυσή του … Dictionary of Greek
αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… … Dictionary of Greek
επιτάκτωρ — ἐπιτάκτωρ, ὁ (AM) [επιτάσσω] αυτός που επιτάσσει … Dictionary of Greek
μαλθουσιανισμός — ο κοινωνικοοικονομική θεωρία που διατύπωσε ο Άγγλος θεολόγος και οικονομολόγος Τόμας Μάλθους και σύμφωνα με την οποία ο πληθυσμός τής Γης αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο ενώ η παραγωγή τών μέσων διατροφής κατά αριθμητική πρόοδο, γεγονός που… … Dictionary of Greek
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek
πέζο — το 1. ναυτ. παράγγελμα που επιτάσσει το τράβηγμα ενός σχοινιού προς τα κάτω με όλο το βάρος τού σώματος τού ναύτη 2. (νομισμ.) (ορθή προφ. πέσο) νομισματική μονάδα διαφόρων κρατών τής Λατινικής Αμερικής 3. το βάρος ενός αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πολυσημάντωρ — ορος, ὁ, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Άδη) αυτός που εξουσιάζει, που επιτάσσει και διοικεί πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σημάντωρ (< σημαίνω)] … Dictionary of Greek
αυτόφωρο — Α. χαρακτηρίζεται ένα έγκλημα όταν «είναι εν τω πράττεσθαι ή διεπράχθη προσφάτως», όταν δηλαδή γίνεται αντιληπτό κατά την εκτέλεσή του ή αργότερα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το α. έγκλημα ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα και από την άποψη του… … Dictionary of Greek
Βολφ, Κρίστιαν φον- — (Christian von Wolff, Μπρέσλαου 1679 – Χάλε 1754).Γερμανός φιλόσοφος. Ο Β. κυριάρχησε στην επιστημονική σκέψη της Γερμανίας του 18ου αι. Η θεωρία του αντιπροσωπεύει τη βάση του εθνικισμού, που χαρακτηρίζει τον Γερμανικό Διαφωτισμό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek